- ἐπίσχῃ
- ἐπίσχωholdpres subj mp 2nd sgἐπίσχωholdpres ind mp 2nd sgἐπίσχωholdpres subj act 3rd sgἐπώχατοaor subj mp 2nd sgἐπώχατοaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπισχῇ — ἐπί σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) ἐπί σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) ἐπί σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) ἐπί σχάω slit… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσχηι — ἐπίσχῃ , ἐπίσχω hold pres subj mp 2nd sg ἐπίσχῃ , ἐπίσχω hold pres ind mp 2nd sg ἐπίσχῃ , ἐπίσχω hold pres subj act 3rd sg ἐπίσχῃ , ἐπώχατο aor subj mp 2nd sg ἐπίσχῃ , ἐπώχατο aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek